σκανδαλιάρης

σκανδαλιάρης
α, ικο , σκανδαλιάρικος, η , ο 1.
1) скандальный; 2) озорной, шаловливый (о детях); 3) соблазнительный, обольстительный;

σκανδαλιάρικο κορίτσι — обольстительная девушка;

2. (ο )
1) скандалист; 2) озорник, шалун; капризуля (о ребёнке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σκανδαλιάρης" в других словарях:

  • σκανδαλιάρης — α, ικο, Ν βλ. σκανταλιάρης …   Dictionary of Greek

  • σκανταλιάρης — και σκανδαλιάρης, α, ικο, Ν 1. αυτός που δημιουργεί σκάνδαλα, που δίνει αφορμές για φιλονικίες 2. (κυρίως για παιδιά) αυτός που κάνει σκανταλιές, που συμπεριφέρεται χωρίς τάξη και πειθαρχία, άτακτος, ζωηρός 3. αυτός που προκαλεί ερωτικά, που… …   Dictionary of Greek

  • σκανταλιάρικος — και σκανδαλιάρικος, η, ο, Ν [σκανταλιάρης / σκανδαλιάρης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον σκανταλιάρη. επίρρ... σκανταλιάρικα Ν με σκανταλιάρικο τρόπο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»